ζωστός

ζωστός
ζωστ-ός, ή, όν,
A girded,

ὑπένδυμα Plu.Alex.32

, cf.X.Eph.1.2, Hsch.s.v. ζῶστρα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωστός — girded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • ζωστά — ζωστός girded neut nom/voc/acc pl ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc/acc dual ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστόν — ζωστός girded masc acc sg ζωστός girded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωσταί — ζωστός girded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστοῦ — ζωστός girded masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστούς — ζωστός girded masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆς — ζωστός girded fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστή — ζωστός girded fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστήν — ζωστός girded fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματόζωστος — η, ο αυτός που περιβάλλεται από κύματα («κυματόζωστο νησί», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ζωστος (< ζώνω), πρβλ. θαλασσό ζωστος, σφιχτό ζωστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”